- απροτιμαστος
- ἀπροτίμαστοςἀ-προτί-μαστος2нетронутый Hom.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απροτίμαστος — ἀπροτίμαστος, ον (Α) 1. άθιχτος, αμόλυντος 2. απλησίαστος … Dictionary of Greek
ἀπροτίμαστος — untouched masc/fem nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροτίμαστον — ἀπροτίμαστος untouched masc/fem acc sg (epic doric aeolic) ἀπροτίμαστος untouched neut nom/voc/acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)